Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δίκαιον ξένων

См. также в других словарях:

  • όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… …   Dictionary of Greek

  • Πράτσικας, Χρήστος — (Πάτρα 1888 – Αθήνα 1970). Έλληνας νομικός. Τακτικός καθηγητής Αστικού δικαίου στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1939), δημοσίευσε πολυάριθμα έργα μεταξύ των οποίων: Περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής (1923), Περί δεδικασμένου κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

  • Στασινόπουλος, Μιχαήλ — Ακαδημαϊκός, τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1903 και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Σταδιοδρόμησε ως εισηγητής στο Συμβούλιο Επικρατείας, έγινε πρόεδρος το 1937 και σύμβουλος το 1943,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»