-
1 δίκαιος
δίκαιος (-ον; -οις· -ᾶν· -ῳ: adv. - ως) Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ὀπὶ vel ὄπι δίκαιον ξένον codd: ὄπιν δίκαιον ξένων Hartung: ὄπιδι δίκαιον ξένων Bury) O. 2.61νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν P. 1.86
δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.280
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι) N. 10.54 ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τεπρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
[ βιαιῶν τὸ δικαιότατον (v. 1. δικαιῶν τὸ βιαιότατον) fr. 169. 3.] adv., ]σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως Pae. 8.12
-
2 ὄπις
1 regard Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann̆{2}: ὄπι, ὀπὶ δίκαιον ξένον codd., Π: ὄπιν δίκαιον ξένων Hartung: ὄπιδι δίκαιον ξένων Bury) O. 2.6θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.71
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† (vix sanum: ἐλπίδων ἔκνισ' ὄπι Aristarchus: ἐλπίδ' ἔκνιξαν ὄπιν Wil., ὄπιν = ἐξοπίσω interpretatus) I. 5.58 -
3 ξένος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitalitya foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67
ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 “ ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57
πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48d generally, friendξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 “ νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233 -
4 ξεινος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitalitya foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67
ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 “ ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57
πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48d generally, friendξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 “ νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233 -
5 ὄπις
ὄπῐς, ῐδος, ἡ, acc. ὄπιν Il.and Hes. (v. infr.), but in Od. and other Poets also ὄπῐδα ; poet. dat. ὄπῑ, v. 11.1 ; acc. ὄπιν by mistake for ὄπα, Maiist.58:I of the gods,1 in bad sense, as always in Hom., ὄπις θεῶν the vengeance or visitation of the gods for transgressing divine laws,θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες Il.16.388
, Hes.Op. 251 ;οὐδ' ὄπιδα τρομέουσι θεῶν Od.20.215
; ;θ. ὄπιν εἰδότες Hes.Op. 187
; ὄπιν ἀθανάτων πεφυλαγμένος εἶναι ib. 706, cf. Theoc.25.4: also without θεῶν, divine vengeance,οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσέν Od.14.82
; τοῖς ὄπιδος.. δέος ἐν φρεσὶ πίπτει ib.88 ; of the avenging goddesses,κακὴν ὄπιν ἀποδοῦναι Hes.Th. 222
.2 in good sense, the care or favour of the gods,θεῶν ὄπιν αἰτεῖν Pi.P.8.71
.II of men,1 the awful regard which men pay to the gods, religious awe, veneration, obedience, οὔτε δαιμόνων οὔτε θεῶν ὄπιν ἔχοντας paying no regard to.. (cf. ὀπίζομαι), Hdt.9.76, cf. 8.143 ; so also ὄπι (v.l. ὄπιν) δίκαιον ξένων strict in his reverence towards strangers, i. e. in the duties of hospitality (al. ξένον), Pi.O.2.6 ; αἰδεσθεὶς ὄπιδα.. πολιοῖο γενείου maintaining due reverence for the hoary beard, Mosch. 4.117. -
6 ἀγαπάω
I greet with affection (cf. foreg.), once in Hom., Od.l.c.:—in Trag. only show affection for the dead,ὅτ' ἠγάπα νεκρούς E.Supp. 764
, cf.Hel. 937:—[voice] Pass., to be regarded with affection,ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται Pi.I.5(6).70
:— generally, love,ὥσπερ.. οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι Pl.R. 330c
, cf. Lg. 928a; ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσ' Poet. ap. Phdr. 241d; ἀ. τοὺς ἐπαινέτας ib. 257e; ἐπιστήμην, τὰ χρήματα, etc., Id.Phlb. 62d, al.; ; ; esp. of children,αὐτὸν ἐτιθηνούμην ἀγαπῶσα Id.Sam.32
, etc.:—[voice] Pass., Pl.Plt. 301d, etc.;ὑπὸ τῶν θεῶν ἠγαπῆσθαι D.61.9
;ὑπὸ τοῦ φθᾶ OGI90.4
(Rosetta, ii B. C.); so in LXX of the love of God for man and of man for God, Is.41.8, De.11.1, al., cf. Ev.Jo.3.21, Ep.Rom.8.28:—as dist. fr. φιλέω (q. v.) implying regard rather than affection, but the two are interchanged, cf. X.Mem.2.7.9 and 12; φιλεῖσθαι defined asἀγαπᾶσθαι αὐτὸν δι' αὑτόν Arist.Rh. 1371a21
:—seldom of sexual love, for ἐράω, Arist.Fr.76, Luc.JTr.2;ἀ. ἑταίραν Anaxil.22.1
(but ἀ. ἑταίρας to be fond of them, X.Mem.1.5.4; ἐρωτικὴν μέμψιν ἡ ἀγαπωμένη λύει dub. in Democr.271):—of brotherly love, Ev.Matt.5.43, al.3 caress, pet, Plu.Per.1.II of things, to be fond of, prize, desire, Pl.Ly. 215a, 215b, etc.;τὰ χρήματα R. 330c
;μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς Ev.Jo.3.19
; prefer,τὰ Φιλίππου δῶρα ἀντὶ τῶν κοινῇ τοῖς Ἕλλησι συμφερόντων D.18.109
:—[voice] Pass., highly prized, precious stones,Pl.
Phd. 110d.III to be well pleased, contented, once in Hom.,οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος.. μεθ' ἡμῖν δαίνυσαι; Od.21.289
; freq. in [dialect] Att., ἀγαπᾶν ὅτι .. Th.6.36; more commonly, ἀ. εἰ .. to be well content if.., Lys.12.11, Pl.R. 450a, al.; ἐὰν .. ib. 330b, cf. Ar.V. 684, Pl.Grg. 483c, al.2 c. part.,ἀ. τιμώμενος Pl.R. 475b
, cf. Isoc.12.8, Antiph.169: c. inf.,οὐκ ἀ. τῶν ἴσων τυγχάνειν τοῖς ἄλλοις Isoc.18.50
, cf. D.55.19, Hdn.2.15.4, Alciphr. 3.61, Luc.DMort.12.4, etc.3 c. dat. rei, to be contented with,ἀ. τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς Lys.2.21
;τοῖς πεπραγμένοις D.1.14
.4 c. acc. rei, tolerate, put up with,μηκέτι τὴν ἐλευθερίαν ἀ. Isoc. 4.140
;τὰ παρόντα D.6.15
;τὸ δίκαιον Pl.R. 359a
([voice] Pass.), cf. Arist. Rh. 1398a23.5 rarely c. gen., ἵνα.. τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν may be content with the proper price, Alex.125.7.6 abs., to be content,ἀγαπήσαντες Lycurg.73
, cf. Luc.Nec.17.7 c. inf., to be fond of doing, wont to do, like φιλέω, τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας τὸ τρίχωμα φορεῖν Arist.Oec. 1348a29, cf. LXX Ho.12.7.
См. также в других словарях:
όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… … Dictionary of Greek
Πράτσικας, Χρήστος — (Πάτρα 1888 – Αθήνα 1970). Έλληνας νομικός. Τακτικός καθηγητής Αστικού δικαίου στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1939), δημοσίευσε πολυάριθμα έργα μεταξύ των οποίων: Περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής (1923), Περί δεδικασμένου κατά το… … Dictionary of Greek
Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… … Dictionary of Greek
Στασινόπουλος, Μιχαήλ — Ακαδημαϊκός, τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1903 και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Σταδιοδρόμησε ως εισηγητής στο Συμβούλιο Επικρατείας, έγινε πρόεδρος το 1937 και σύμβουλος το 1943,… … Dictionary of Greek